20€

 Ο δρόμος από το σπίτι προς τον οίκο ανοχής είναι ένας δρόμος μοναχικός, γεμάτος με βήματα που βαραίνουν περισσότερο από όσο ο ίδιος μπορεί να παραδεχτεί.
Κάθε γωνία της πόλης, κάθε φωτεινή πινακίδα, κάθε αδιέξοδος δρόμος είναι ένας καθρέφτης της ψυχής του, γεμάτος από τις δικαιολογίες που εκστομίζει στον εαυτό του και στις γυναίκες του. «Θα αργήσω απόψε», λέει στην γυναίκα του, ενώ το βλέμμα του απομακρύνεται, προσπαθώντας να μην ακούσει τη φωνή που αντιλαλεί μέσα του.
 “Λες ψέματα και το ξέρεις.”
Πολλά ξέρει η αλήθεια είναι..
 Ο δρόμος είναι βουβός, σαν να έχει παγώσει ολόκληρη η πόλη για να δώσει χώρο στην επιθυμία του, και η καρδιά του βαραίνει σαν πέτρα. 
Κάποτε ερωτεύτηκε, κάποτε αγάπησε, κάποτε υπήρξε αυτό που θα ήθελε να είναι και τώρα.

Καθώς το αυτοκίνητο κυλάει αργά μέσα στη νύχτα, ο κόσμος γύρω του σβήνει, αλλά ο ίδιος δεν μπορεί να σβήσει από το μυαλό του την εικόνα της γυναίκας του, του παιδιού του, της ζωής που έχει χτίσει με τόσες θυσίες, τόσες αλήθειες και τόσα ψέματα. Κάθε σκέψη που περνά από το μυαλό του, κάθε δικαιολογία που προσπαθεί να βρει, μοιάζει τόσο άδεια, τόσο ανούσια, και ξαφνικά μια μικρή φωνή αρχίζει να χτυπάει, όλο και πιο δυνατά.
  “Κάνεις λάθος. Δεν το θες αυτό. Δεν είσαι αυτός που θέλεις να πιστεύεις ότι είσαι.”
 Όμως δεν υπάρχει χρόνος για αμφιβολίες τώρα. Ο δρόμος είναι γεμάτος με τους δικούς του φόβους, και οι φόβοι είναι τα βήματα που τον φέρνουν στον προορισμό του.

Το κάπνισμα είναι μια συνήθεια. Ένα τελετουργικό της απομάκρυνσης από την πραγματικότητα. Εκεί, πίσω από το τιμόνι, με το τσιγάρο να σιγοκαίει, η ανάσα του γίνεται πιο βαριά, και τα χέρια του τρέμουν ελαφρά. Κάθε τζούρα είναι σαν μια ανάσα που τον συνδέει με την πραγματικότητα της στιγμής, ενώ την ίδια στιγμή τον απομακρύνει απ’ αυτήν. Ίσως η ασφάλεια του τσιγάρου είναι ό,τι πιο κοντινό σε κάτι που να μοιάζει με καταφύγιο. Η πόλη, πάντα σκοτεινή και αδιαπέραστη από το φως, απλώνεται μπροστά του, και η σκέψη του κινείται σε μια αέναη περιστροφή, με την ίδια απορία: “Γιατί το κάνω αυτό;” Η απάντηση έρχεται αργά, σχεδόν αόριστη. Επειδή μπορεί. Επειδή πρέπει. Επειδή αλλιώς θα σπάσει.

Όταν φτάνει στον οίκο ανοχής, η ατμόσφαιρα είναι ψυχρή και παγωμένη, σαν να μην υπάρχει ζωή εκεί. Τα φώτα, πάντα αχνά και θολά, φαίνονται να σβήνουν από μόνοι τους μόλις πλησιάζει. Όλα τα βήματα μέσα από την πόρτα είναι μια επανάληψη, μια άσκηση που δεν έχει καμία πραγματική σημασία παρά μόνο την προσωρινή ανακούφιση της στιγμή. Ο πόθος, αν μπορεί να το πει έτσι κανείς, είναι μονάχα η διαφυγή.
Στέκεται στην πόρτα.

Η καρδιά του χτυπά βιαστικά, γεμάτη από μια ατέλειωτη αγωνία. Το φως μέσα από τις κουρτίνες σβήνει αχνά, καλώντας τον να μπει σε έναν κόσμο που δεν έχει επιστροφή. Κάθε βήμα του βαραίνει, το βλέμμα του περνά από τις κοπέλες που κάθονται σιωπηλές, αδιάφορες, με τα μάτια τους γεμάτα από άλλους πελάτες. Το μυαλό του τρέχει, αλλά η ανάγκη του είναι ακατανίκητη.

Τα μάτια του καρφώνονται επάνω της, της πιο νέας, με κάτι αθώο και αβίαστο. Ήταν η επιλογή του, αυτή που θα τον παρασύρει. Αλλά γνωρίζει καλά πως δεν υπάρχει ουσία σε αυτή την απόφαση. Είναι απλώς στιγμιαία, μια επιθυμία χωρίς νόημα, χωρίς όνομα. Σηκώνει το χέρι του διστακτικά και την δείχνει, το σώμα του ακολουθεί τη βεβαιότητα ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος. Δεν έχει λέξεις για την θλίψη που τον κατακλύζει, μόνο σιωπή.

Και καθώς πλησιάζει, δεν ξέρει αν το κενό που αισθάνεται είναι η ανάγκη για την αγάπη που ποτέ δεν βρήκε, ή απλώς η αδυναμία του να σταματήσει τη δίνη του.

Βαλέρια, Άννα, Μαρία, Νατάσα, Άντζελα, Χριστίνα, Δήμητρα..

Τόσα ονόματα και τόσες επιλογές διαθέσιμες μα αυτός δεν τις ξεχωρίζει.
Τελικά διαλέγει.

Καθώς η κοπέλα, σχεδόν αδιάφορη, τον υποδέχεται με μια αναμενόμενη ψυχρότητα, εκείνος την κοιτάζει χωρίς να βλέπει. Είναι σαν να βρίσκεται σε άλλο κόσμο, με το μυαλό του μακριά από τη σάρκα που ακουμπάει το δικό του. Δεν υπάρχει συναισθηματική σύνδεση, μόνο μια αφαίρεση, μια στιγμή που περνά και χάνεται μέσα στην ατμόσφαιρα του παραλόγου.

Η πράξη είναι μια μόνιμη αίσθηση απώλειας, μια τακτική καταφυγής που ελαχιστοποιεί τα συναισθήματα.
Το είχε πει ο Θ.Ασκητής πριν χρόνια.. Το χρηματικό αντίτιμο επικυρώνει τη μη συναισθηματική εμπλοκή.
Δεν είναι το σώμα του που αντιδρά, αλλά το μυαλό του, το οποίο παλεύει να παραμείνει μακριά από την απελπισία. Η κάθε κίνηση, κάθε άγγιγμα, κάθε μικρό ρυάκι του δέρματος που έρχεται σε επαφή, μοιάζει να είναι από ένα άλλο, ξένο σώμα. Ο ίδιος είναι εκεί, όμως ταυτόχρονα δεν είναι. Η ανατομία της θλίψης, η οποία συνυπάρχει με το άρωμα της σιωπής, είναι πιο έντονη από ποτέ. Και όσο η πράξη πλησιάζει στην ολοκλήρωσή της, τόσο πιο έντονα νιώθει το βάρος της απογοήτευσης να τον πνίγει. Ο ίδιος δεν αναγνωρίζει πια το πρόσωπό του, ούτε τις σκέψεις του, ούτε το άγγιγμα του χρόνου που περνά χωρίς να αφήνει απολύτως τίποτα πίσω του.

Η αποχώρηση από τον οίκο είναι σαν να φεύγει κανείς από τον τάφο του. Τα φώτα της Φυλής, σκοτεινά και φθαρμένα από το χρόνο, τον υποδέχονται με την ψυχρότητά τους. Ο δρόμος προς το σπίτι του είναι πιο μακρύς από ποτέ, και κάθε βήμα που κάνει τον φέρνει πιο κοντά στην απογοήτευση. Τα φώτα, οι γωνίες της πόλης, όλα φαίνονται θολά, σαν να μην έχουν καμία σημασία πια. Η αίσθηση της σιωπής που τον περιβάλλει είναι η ίδια σιωπή που κατοικεί μέσα του, και είναι αδύνατο να πει κάτι που να ακουστεί αληθινό. Ο κόσμος, ο ίδιος, η γυναίκα του, το παιδί του — όλα μοιάζουν με εικόνες σε έναν καθρέφτη, όλα τόσο μακριά, όλα τόσο ανούσια.

Και καθώς φτάνει στο σπίτι του, εκείνη τον κοιτάζει. Τα μάτια της, γεμάτα ανησυχία, βλέπουν την απομάκρυνση του προσώπου του, την απουσία του, και ο ίδιος, εν μέσω αυτής της σιωπής, δεν μπορεί να βρει κανένα λόγο να δικαιολογηθεί. Το βάρος του ψέματος είναι πιο βαρύ από την ίδια την πράξη. Και το πιο σπαρακτικό από όλα είναι πως, παρά την αδιέξοδη νύχτα, παρά την αίσθηση του αδιόρθωτου, το μόνο που νιώθει είναι η αδύναμη ανακούφιση του διαλείμματος. Και έτσι, το ψέμα του γίνεται η μόνη του αλήθεια.



Malvina





Comments