Να (αγγί)Ζει κανείς ή να μη (αγγί)Ζει?

 Δεν θα τους ξαναδώ και ούτε θα τους ακούσω.
Αυτή η πραγματικότητα με σφίγγει στο λαιμό.Κι όμως, παραμένουν εδώ. 

Στο σώμα μου,
στα χείλη μου,
στα χέρια μου.
Κι αν το άφησα για λίγο στο πίσω μέρος του μυαλού μου, έρχεται πάντα κάτι, μια μυρωδιά, ένα βλέμμα, να μου το θυμίσει. Τα σώματα τους είναι χαραγμένα πάνω μου, σαν ανεξίτηλοι λεκέδες που δεν ξεθωριάζουν. Το δέρμα τους, ω, το δέρμα τους… Δεν ήταν απλώς δέρμα. Ήταν χώρος, χώρος που τον καταλάβαινες με την πρώτη στιγμή της επαφής, χώρος γεμάτος ανάμεικτες σκέψεις και ανάγκη, γεμάτος όλο το βάρος του κόσμου που μερικοί κουβαλούσαν αλλά δεν το έδειχναν ποτέ. Όμως εγώ το είδα. Το ένιωσα με κάθε πόρο του κορμιού τους. Κάθε σημείο τους, κάθε αγκάλιασμα, κάθε γραμμή του δέρματος τους έλεγε μια ιστορία που δεν πρόλαβαν να πουν.

Τα μάτια τους… Ένα βλέμμα που με κάνει να αισθάνομαι χαζή καθώς αδυνατώ να το περιγράψω. Δεν ήταν ποτέ ήρεμα, δεν ήταν ποτέ ευγενικά. Ήταν άγρια, γεμάτα απογοήτευση και ηδονή, γεμάτα ερωτήματα που έμειναν χωρίς απάντηση. Πώς είναι εφικτό να κοιτάξεις κάποιον έτσι? 

Τα μάτια τους δεν με έβλεπαν. Με είχαν δει και πριν, αλλά εγώ ήμουν απλώς μια στιγμή. Μια στιγμή που έπρεπε να καταβροχθίσουν και να αφήσουν πίσω τους, χωρίς να τους ενδιαφέρει τι θα μείνει μετά. Ένα βλέμμα που έψαχνε, πάντα, και ποτέ δεν έβρισκε τίποτα. Όμως, εγώ δεν ξεχνάω. Και δεν μπορώ να τα ξεχάσω, όσο κι αν προσπαθώ. Αυτά τα μάτια που με κοιτούσαν με τόση ένταση και έπρεπε να κάνω πως δεν τα καταλάβαινα.

Η φωνή τους… Ήταν σαν μια καταραμένη μουσική. Ένας ήχος που έσπαγε τη σιωπή και έμενε να αντηχεί μέσα στο αναίσθητο κρανίο μου, ακόμα και μετά που απομακρύνονταν. Μερικές φορές, ήταν ψίθυροι, άλλες φορές κραυγές, αλλά πάντα είχαν το ίδιο αποτέλεσμα: με έκαναν να θέλω να φύγω, να κρυφτώ, και ταυτόχρονα με κράταγαν εκεί, κολλημένη στον τόπο, στην αδυναμία μου να φύγω.

Το φιλί τους.. ψυχρό και άδειο μερικών, σαν χάδι χωρίς συναισθηματική επαφή.
Δεν ήταν ποτέ τρυφερό, ποτέ γεμάτο. Πάντα κάτι μου άρεσε σε αυτό το φιλί.
 Ήταν απλώς μια πράξη, ένα τυπικό πέρασμα, που έπρεπε να γίνει και τελείωσε. Τα χείλη τους δεν αγγίζουν, δεν ενώνουν, δεν καίνε. Μια σπίθα που ποτέ δεν άναψε, δεν πρόκειται να σε κάψει.
Εφήμερη κίνηση, στεγνό άγγιγμα, φιλί που δεν το ένιωθες, που δεν άφηνε ούτε ίχνος.

Κανένα εσωτερικό κάλεσμα. Όχι, δεν ήταν καν φιλί. Ήταν απλώς δύο σώματα που αγγίχτηκαν με τρόπο επιφανειακό και αδιάφορο λες και φιλιόμουν με την άβυσσο. Το φιλί τους δεν είχε αρχή, ούτε τέλος, σαν την πιο κρύα υπόσχεση, κενό, ανάμνηση ψυχρή και θολή.

Ας επιστρέψω στις φωνές όμως..
μερικές φορές αυτές οι φωνές ήταν πιο οικείες ακόμα και από ανθρώπους που γνωρίζω χρόνια.
Ήξερα όμως ότι αυτά τα λόγια δεν ήταν για μένα, δεν ήμουν η σωστή για να τα ακούσω, αλλά το σώμα μου τα ήθελε. Αυτά τα λόγια ανήκουν σε όλες, δεν υπάρχει παρθενογένεση στα βρωμόλογα προς τις εκδιδόμενες.
 Δεν μπορούσα να αποδεχτώ ότι ήταν απλώς λόγια που ξεχύνονταν από χείλη γεμάτα στιγμές αδυναμίας.

Και τώρα, δεν υπάρχουν. Έχουν φύγει. Κι εγώ είμαι εδώ, με όλα όσα άφησαν πίσω τους εκείνοι.
Λέμε συχνά ένας μήνας δικός μας, μια ζωή ενός συμβατικού ανθρώπου.
Κάθε αχόρταγο άγγιγμα, κάθε καπνισμένο βλέμμα, κάθε λέξη που χάθηκε στα δωμάτια των ξενοδοχείων ημιδιαμονής, έχουν γίνει μέρος μου. Δεν με νοιάζει αν έφυγαν. Δεν με νοιάζει αν δεν θα ξαναέρθουν. Η σκέψη ότι είσαι τόσο κοντά και τόσο μακριά ταυτόχρονα. Ότι υπήρχε κάτι μεταξύ μας, κάτι που δεν πρόλαβε να γίνει, κάτι που φοβηθήκαμε να αφήσουμε να συμβεί, και τώρα δεν υπάρχει τίποτα πια.

Γιατί ποτέ δεν ήταν κάτι, ποτέ δεν ήμουν κάτι, ποτέ δεν μου ήταν κάτι. Δεν υπάρχει τίποτα παρά τα απομεινάρια των σωμάτων τους που βυθίζονται στις αύλακες της σκέψης μου και ίσως να με ζεσταίνει κάποια κρύα απογεύματα.

Και θα τους θυμάμαι. Θα τους θυμάμαι με τρόπο που δεν θα το καταλάβει κανείς. Θα τους θυμάμαι με την ίδια ένταση που είχαν όταν με κοιτούσαν και ποτέ δεν με άγγιξαν πραγματικά. Και αυτό, ίσως, να είναι το μόνο που τους/μας αξίζει.


Malvina







Comments