Φώτα pt.1
Ο άντρας κάθεται στο μικρό, σκοτεινό δωμάτιο, με τη σιωπή να του τρώει τα σωθικά. Τα φώτα της πόλης τρεμοπαίζουν μέσα από τις κουρτίνες, σαν να θέλουν να μπουν και να αποκαλύψουν το μυστικό του. Το κρεβάτι μπροστά του είναι φτιαγμένο, αλλά φέρει ίχνη από προηγούμενους περαστικούς, σκιές ανθρώπων που, σαν κι αυτόν, έψαξαν κάτι μέσα σε αυτούς τους τοίχους. Ο αέρας μυρίζει φθηνό καθαριστικό και ιδρώτα, μια αίσθηση που δεν τον αφήνει να αναπνεύσει. Κρατά τα χέρια του σφιγμένα. Τα δάχτυλά του χτυπούν ρυθμικά το γόνατό του. Περιμένει.
Ο ήχος από τα τακούνια στον διάδρομο αντηχεί σαν προειδοποίηση. Η καρδιά του σφίγγεται, τα σωθικά του δένονται κόμπος. Ξέρει τι κάνει, το έχει ξανακάνει, αλλά κάτι μέσα του αρνείται να ησυχάσει. Είναι η προσμονή; Η ντροπή; Ή ίσως εκείνο το βαθύτερο, ανομολόγητο συναίσθημα ότι αναζητά κάτι παραπάνω από τη σάρκα της.
Η πόρτα χτυπά ελαφρά, και πριν προλάβει να πει κάτι, ανοίγει. Εκείνη μπαίνει. Όχι διστακτικά, όχι σαν να αναρωτιέται ποιος είναι μέσα, αλλά με μια αποφασιστικότητα που κόβει σαν μαχαίρι. Τα μαλλιά της είναι φτιαγμένα, τα ρούχα της φωνάζουν πρόκληση, αλλά το πρόσωπό της είναι άκαμπτο. Είναι όμορφη, με έναν τρόπο που μοιάζει ψυχρό, σχεδόν απρόσιτο, σαν μια ζωγραφιά που δεν φτιάχτηκε για να την αγγίξεις.
Εκείνος την κοιτάζει, αλλά δεν μιλά. Δεν ξέρει τι να πει, πώς να γεμίσει αυτό το αβάσταχτο κενό. Εκείνη το ξέρει. Πάντα το ξέρει. Τα μάτια της τον σκανάρουν, αναλύουν τη στάση του σώματός του, την έκφραση του προσώπου του. Δεν χρειάζεται να του μιλήσει για να καταλάβει τι θέλει. Είναι μια τέχνη που έχει τελειοποιήσει.
Κάθε βήμα της προς το μέρος του είναι υπολογισμένο. Τα χέρια της αγγίζουν το πρόσωπό του με έναν τρόπο που είναι φαινομενικά τρυφερός αλλά ουσιαστικά μηχανικός. Είναι το δικό της θέατρο, και εκείνος ο θεατής που έχει πληρώσει για να παρακολουθήσει. Εκείνος την αρπάζει ξαφνικά, με μια δύναμη που δεν ξέρει αν προέρχεται από πόθο ή από ανάγκη. Η ένταση στον αέρα είναι ασφυκτική.
Τα ρούχα πέφτουν. Οι κινήσεις τους είναι άγριες, σχεδόν βίαιες, σαν δύο ζώα που παλεύουν. Εκείνος ψάχνει κάτι—μια λύτρωση, μια στιγμή που να τον κάνει να ξεχάσει. Εκείνη αφήνει το σώμα της να υποταχθεί. Δεν υπάρχει συναίσθημα, μόνο μια χορογραφία που ξέρει καλά. Τα δάχτυλά του είναι σκληρά πάνω της, η ανάσα του βαριά. Δεν υπάρχει χάδι, δεν υπάρχει οικειότητα. Μόνο μια ωμή πράξη που τελειώνει γρήγορα, αφήνοντας πίσω της ένα ακόμα κενό.
Κι έπειτα, η σιωπή. Εκείνος ξαπλωμένος, το βλέμμα του καρφωμένο στο ταβάνι. Εκείνη σηκώνεται, ντύνεται χωρίς να τον κοιτάξει. Δεν λένε τίποτα. Ούτε "ευχαριστώ", ούτε "αντίο". Μόνο η αίσθηση ότι κανείς από τους δύο δεν κέρδισε κάτι από αυτή τη συνάντηση.
Μέσα στη βαρυχειμωνιά της στιγμής, υπήρχαν δευτερόλεπτα που έμοιαζαν σχεδόν αληθινά. Τα χέρια του, που προηγουμένως έσφιγγαν με ένταση, χαλάρωσαν και χάιδεψαν το δέρμα της με μια απροσδόκητη τρυφερότητα, σαν να ζητούσαν συγγνώμη για τη βία της ανάγκης τους. Εκείνη, χωρίς να το θέλει, ένιωσε για λίγο την ψευδαίσθηση ότι αυτή η επαφή είχε μια παράξενη ζεστασιά. Το βλέμμα του συναντήθηκε με το δικό της, όχι φευγαλέα όπως συνήθως, αλλά με μια σχεδόν παιδική αμηχανία, σαν να έψαχνε μέσα της μια αντανάκλαση της δικής του ανθρώπινης πλευράς. Εκεί, στο βάθος των ματιών του, ανάμεσα στην επιθυμία και την μοναξιά, είδε μια στιγμή οικειότητας που θύμιζε αυτό που κάποτε ονειρεύτηκε για τον έρωτα. Μια απλή, σιωπηλή κατανόηση ότι, έστω για λίγο, δεν ήταν μόνοι. Μα όπως κάθε τι όμορφο, κράτησε μόνο όσο κρατά ένα φως που σβήνει.
Όταν φεύγει, η πόρτα κλείνει πίσω της με έναν βαρύ, μεταλλικό ήχο που γεμίζει το δωμάτιο. Εκείνος μένει μόνος. Τα φώτα της πόλης συνεχίζουν να τρεμοπαίζουν στις κουρτίνες. Τα χρήματα που έχει αφήσει στο κομοδίνο είναι ακόμα εκεί, σαν να τον κοροϊδεύουν. Δεν σηκώνεται να τα κοιτάξει. Ξέρει ότι το μόνο που αγόρασε ήταν λίγα λεπτά λήθης. Και ακόμα κι αυτή δεν ήταν αρκετή.
Εκείνη κατεβαίνει τις σκάλες του ξενοδοχείου. Ο αέρας της νύχτας είναι κρύος, αλλά την ανακουφίζει. Τα φώτα της λεωφόρου είναι εκτυφλωτικά, οι ήχοι των αυτοκινήτων και των ανθρώπων γεμίζουν το χάος γύρω της. Βγάζει ένα τσιγάρο, το ανάβει, και το καπνίζει γρήγορα, σχεδόν απεγνωσμένα. Κάθε ρουφηξιά είναι μια προσπάθεια να σβήσει αυτό που μόλις έγινε.
Τα τακούνια της χτυπούν το πεζοδρόμιο καθώς απομακρύνεται. Στο μυαλό της, δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε ενοχές, ούτε σκέψεις για τον άντρα που άφησε πίσω. Μόνο η ανάγκη να συνεχίσει. Να περάσει κι αυτό το βράδυ, να φτάσει στο επόμενο. Είναι η ζωή της αυτή: ένα αδιάκοπο πέρασμα από το ένα δωμάτιο στο άλλο, από τη μία σιωπή στην επόμενη.
Κι ενώ τα φώτα της πόλης χάνονται πίσω της, εκείνη συνεχίζει να περπατά. Ίσως να μην ξέρει πού πηγαίνει. Ίσως να μην έχει σημασία. Ίσως η μόνη της λύτρωση να είναι η ατέλειωτη πορεία μέσα στη νύχτα.
Malvina
Απλά υπέροχο
ReplyDeleteΈνιωσα πως ήμουν εγώ ο ήρωας τη ιστορίας
DeleteΚάποιος ήταν εκεί αόρατος κ τα κατέγραφε τα συναισθήματα
Έτσι ακριβώς! Η διεισδυτική ματιά της Μαλβίνας είναι πολύ χαρακτηριστική. "Μιλάει" με το μυαλό ΚΑΙ το κορμί, "διαβάζοντας" τον εκάστοτε εφήμερο εραστή πολύ βαθιά και τολμά να αποκαλύψει τις δικές του αντιδράσεις / σκέψεις... Ο ορισμός της ενσυναίσθησης!
ReplyDeleteΕξαιρετικό
ReplyDeleteΑν θες γράψε και Ένα κείμενο με την γυναίκα να ασκεί ερωτικό (και σεξουαλικό) έλεγχο στον άντρα