Φώτα pt.2

 Το δωμάτιο ήταν φωτισμένο χαμηλά, ένα ουδέτερο καταφύγιο που έμοιαζε φτιαγμένο για να φιλοξενεί μυστικά. Ο άντρας καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, νιώθοντας το βάρος του κόσμου στους ώμους του. Στο τραπεζάκι, ένα ποτήρι ουίσκι που δεν είχε τη δύναμη να καταλαγιάσει τις σκέψεις του. Κάθε γουλιά του θύμιζε τη γραμμή που είχε ήδη περάσει και δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω.

Σκεφτόταν την κλήση. Τη φωνή της, ουδέτερη, επαγγελματική. Είχε νιώσει μια ανακούφιση όταν συμφώνησαν την ώρα. Την ίδια στιγμή, όμως, κάτι μέσα του έσφιγγε σαν θηλιά. Δεν ήξερε αν ήταν η προσμονή ή η ντροπή που τον έπνιγε περισσότερο.

Ο ήχος των τακουνιών στον διάδρομο τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει γρήγορα, σαν να προσπαθούσε να τον προειδοποιήσει. Το χτύπημα στην πόρτα ήταν σταθερό, αλλά για εκείνον ηχώ που γέμισε τον χώρο με άγχος και ενοχές.

Άνοιξε και την είδε. Ήταν όμορφη, με την κομψότητα και την ψυχραιμία μιας γυναίκας που γνώριζε καλά τον ρόλο της. Ένιωσε μια περίεργη σύγκρουση μέσα του: η φυσική έλξη τον τραβούσε, ενώ η ηθική του, ήδη τσαλακωμένη, προσπαθούσε να αντισταθεί. Εκείνη μπήκε με έναν αέρα που έδειχνε ότι τίποτα δεν μπορούσε να τη συγκλονίσει. Έβγαλε το παλτό της, αποκαλύπτοντας το σώμα της τυλιγμένο σε μαύρα δαντελωτά εσώρουχα. Τα μάτια του καρφώθηκαν επάνω της, αλλά η σκέψη του πήγε αλλού – στη γυναίκα του, στις στιγμές που κάποτε η αγάπη τους είχε το ίδιο πάθος.

Η φωνή της διέκοψε τις σκέψεις του. Ήταν γλυκιά, σχεδόν καθησυχαστική. Ήπιαν μια γουλιά κρασί, αντάλλαξαν λίγες κουβέντες, αλλά κάθε λέξη έμοιαζε να πέφτει στο κενό. Όταν τον πλησίασε και του έδωσε το πρώτο φιλί, ένιωσε μια παράξενη αίσθηση. Το σώμα του ανταποκρίθηκε αμέσως, αλλά το μυαλό του πάλευε να συμβιβαστεί με αυτό που συνέβαινε.

Τα ρούχα τους έπεσαν στο πάτωμα, το ένα μετά το άλλο. Κάθε κομμάτι υφάσματος που έφευγε έμοιαζε να αποκαλύπτει όχι μόνο το σώμα της αλλά και τη δική του γύμνια – τη γύμνια ενός άντρα που είχε χάσει κάτι πολύτιμο και έψαχνε να το βρει σε λάθος μέρος.

Η στιγμή της διείσδυσης ήταν γεμάτη αντιφάσεις. Το σώμα του βρήκε απόλαυση, αλλά το μυαλό του γέμισε με αμφιβολίες. Είδε τον εαυτό του σαν θεατή μιας παράστασης που δεν ήταν δική του. Τα φιλιά της έγιναν πιο έντονα, τα χέρια της τον τράβηξαν πιο κοντά, αλλά τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να γεμίσει το κενό μέσα του. Ένιωθε ότι αυτό που συνέβαινε δεν ήταν πραγματικό, ότι ήταν μια συναλλαγή, και αυτή η αλήθεια ήταν πιο πικρή από οτιδήποτε άλλο.

Όταν όλα τελείωσαν, εκείνη σηκώθηκε αργά. Ντύθηκε με την ίδια ηρεμία με την οποία είχε έρθει. Στα μάτια της δεν υπήρχε ίχνος συναισθήματος, και αυτό τον έκανε να νιώσει ακόμα πιο μόνος. Είχε ήδη αφήσει τα χρήματα στο τραπεζάκι. Εκείνη τα πήρε χωρίς σχόλιο, ένα τυπικό αντίο που έκανε τη στιγμή να μοιάζει ακόμα πιο ψυχρή.

Όταν έμεινε μόνος, κοιτούσε για λίγο το άδειο δωμάτιο. Το σώμα του ήταν ήρεμο, αλλά η ψυχή του αναστατωμένη. Σκέφτηκε τη γυναίκα του, τα παιδιά του, το σπίτι του. Ήξερε ότι έπρεπε να γυρίσει πίσω, να συνεχίσει τη ζωή του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Όμως η σκέψη αυτή τον πονούσε. Πώς μπορούσε να επιστρέψει στην κανονικότητα, όταν μέσα του ήξερε ότι είχε αγγίξει κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει ούτε στον ίδιο του τον εαυτό;

Σηκώθηκε, ντύθηκε αργά και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Στα χέρια του ένιωθε ακόμα τη ζεστασιά της, αλλά στο μυαλό του είχε ήδη αρχίσει να κρύβει αυτό που συνέβη σε μια σκοτεινή γωνιά της μνήμης του. "Ήταν μια στιγμή," σκέφτηκε. "Μια στιγμή που δεν πρέπει να ξανασυμβεί." Αλλά βαθιά μέσα του ήξερε ότι η ίδια πάλη θα ξαναρχόταν, αργά ή γρήγορα.


Malvina






Comments

Post a Comment